- πιπίλα
- η, Ν1. η ενέργεια τού πιπιλίζω, πιπίλισμα2. καθετί που χρησιμεύει για πιπίλισμα3. (ειδικά) τεχνητή θηλή από ελαστικό κόμμι ή από πλαστικό η οποία δίνεται στα βρέφη προκειμένου να έχουν την ψευδαίσθηση τού θηλασμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. πιπιλίζω, υποχωρητικά].
Dictionary of Greek. 2013.